Σάκοτα: «Άξιζα και έπρεπε να τελειώσω την καριέρα μου στην ΑΕΚ»

Εικόνες από το Μπάμπεργκ-ΑΕΚ
Photo Credits: INTIME

Ο Σάκοτα συνδέθηκε με την ΑΕΚ στο μέγιστο, κατακτώντας τρόπαια με την Ένωση

Ο Ντούσαν Σάκοτα συνδέθηκε με την ΑΕΚ. Φόρεσε τα «κιτρινόμαυρα» σε μικρή ηλικία. Και χρειάστηκε να περιμένει μέχρι το 2014 για να βάλει ξανά το Δικέφαλο στο στήθος. Και το περιβραχιόνιο που τον ονόμαζε αρχηγό.

Στο βιογραφικό του ως τελευταία του ομάδα αναφέρεται η Μούρθια. Αλλά στην ουσία ο Ντούσαν Σάκοτα δεν έφυγε ποτέ από την ΑΕΚ. Έμεινε εκεί μέχρι το τέλος. Ένα φινάλε που δεν επέλεξε ο ίδιος. Το προχειρογραμμένο… σενάριο υπαγόρευε ότι θα ανακοίνωνε το τέλος στη διαδικασία της κλήρωσης των ομίλων του BCL. Δεν το ήθελε έτσι.

Ο ίδιος, μιλώντας στο Gazzetta, εξηγεί πως θα περίμενε το φινάλε της καριέρας του να έρθει πιο οργανωμένο. Όχι τόσο απότομο. Και επιθυμούσε να έχει χρώμα κιτρινόμαυρο.

Πλέον, ο 36χρονος, ο οποίος αποτέλεσε έναν από τους πρωτοπόρους της θέσης «stretch four», απολαμβάνει τη ζωή δίχως να παίζει μπάσκετ. Σε επαγγελματικό επίπεδο. Η δεύτερη ζωή του ή μάλλον η τρίτη, αν θεωρήσουμε ότι… σπατάλησε μία όταν βγήκε ζωντανός από την απίστευτη περιπέτεια των 57 ημερών σε νοσοκομείο της Ιταλίας, έχει μόλις ξεκινήσει.

Η συνέντευξη του Ντούσαν Σάκοτα

Πώς μεγάλωσες, πώς ήταν τα παιδικά χρόνια του Ντούσαν Σάκοτα;

«Πάντα το λέω, νομίζω ότι δεν υπάρχει παιδική φωτογραφία μου χωρίς κάποια μπάλα στο χέρι, μπάλα του μπάσκετ, δηλαδή. Και αυτό δεν έχει να κάνει

Πολλοί θα νομίζουν ότι επειδή ο πατέρας μου είναι προπονητής μπάσκετ, ήταν αυτονόητο. Δεν ήταν… Είχαμε μία πραγματική αγάπη, από μόνοι μας. Ο Ντράγκαν δεν μας πίεσε ποτέ, να μας προσδιορίσει εκεί. Η ζωή από μόνη της μας έστειλε προς τα εκεί, ειδικά όταν ήρθαμε στην Ελλάδα.

Η αγάπη ήταν από τη γέννηση μας. Πάντα υπήρχε το μπάσκετ. Ακόμη και όταν πηγαίναμε για κολύμπι στη θάλασσα είχαμε μαζί μία μπασκέτα κολλημένη και εκεί πετάγαμε τις μπάλες».

Πώς ήταν να ζεις με έναν μπαμπά προπονητή;

«Το έχω πει ξανά κατά τη διάρκεια της καριέρας μου και δεν φταίει ο Ντράγκαν. Αν δεν ήταν της δουλειάς, θεωρώ ότι θα έκανα καλύτερη καριέρα απ’ αυτή που πραγματοποίησα. Γιατί όταν έχεις μία τέτοια “σκιά”, ειδικά στο ελληνικό μπάσκετ, όπου ουσιαστικά έκανα το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας μου, είχα μία συνεχόμενη… σκιά από μία μεγάλη προπονητική καριέρα. Είναι αυτονόητο πως δίνει μία επιπλέον πίεση, στην ήδη υπάρχουσα (και μεγάλη) πίεση που δημιουργεί το μπάσκετ.

Και όπως και πριν, όντας ένα παιδί ενός προπονητή, μεγαλώνοντας σε αυτή την ατμόσφαιρα το μπάσκετ – για εμένα και τον αδερφό μου – ήταν δύσκολο να είναι διασκέδαση, να είναι παιχνίδι. Όταν ξέρουμε, ασχέτως αν δεν μας το λέει κανείς, ότι η ζωή μας εξαρτάται από το αποτέλεσμα κάθε Σάββατο, καταλαβαίνεις ότι παύεις να το βλέπεις, από μικρό παιδί, ως παιχνίδι. Το βλέπεις ως ζωή, ως αποτέλεσμα.

Ένα “πρέπει” για το αποτέλεσμα. Και με αυτό το σκεπτικό και αυτή τη νοοτροπία έκανα την καριέρα μου. Δηλαδή δε νομίζω ότι μπορούσε να είναι αλλιώς. Κέρδισα πολλά απ’ αυτό, αλλά έχασα με την έννοια ότι δεν κατάφερα να δω το μπάσκετ ως καθαρή απόλαυση. Εκεί το μετανιώνω».

Ένιωσες ποτέ το βλέμμα του πατέρα σου από πάνω σου, σαν να σε κρίνει;

«Όχι το βλέμμα του Ντράγκαν, αυτός ήταν εκεί πάντα ως στήριγμα. Πρώτα ήταν πατέρας. Ακόμη και όταν, προς το τέλος της καριέρας μου, ήμασταν στην ίδια ομάδα, έχοντας και μία επαγγελματική σχέση.

Το… βλέμμα που αισθανόμουν ήταν των άλλων. Και για διάφορους λόγους όλα αυτά τα χρόνια είχα κληθεί να αποδεικνύω πράγματα. Πρώτα απ’ όλα, μου έλεγαν ότι έπαιζα επειδή έχω βύσμα, μετά έπαιζα, αλλά έπρεπε να αποδείξω ότι δεν είμαι αιώνιο ταλέντο, φεύγοντας από τον Παναθηναϊκό. Μετά για λόγους υγείας, μετά, μετά… Όλα αυτά τα είχα παλέψει και νομίζω ότι σε κάθε περίπτωση κατάφερα να βγω από πάνω. Πάνω απ’ όλες τις προκλήσεις που είχα απέναντί μου. Είμαι υπερήφανος γι’ αυτό».

Τι θυμάσαι από τη Γιουγκοσλαβία;

«Θυμάμαι αρκετά πράγματα, ζούσαμε σε μία περιοχή που είναι πολλές πολυκατοικίες σε ένα κύκλο και είχε ένα τεράστιο χωράφι ενδιάμεσα. Εκεί όλα τα παιδιά, μετά το φαγητό και τις 2-3 ώρες ξεκούρασης γιατί δεν μπορούσες να κάνεις φασαρία, μαζευόμασταν κάπου στις 5:30 και παίζαμε ποδόσφαιρο, μπάσκετ, τα πάντα! Από εκεί έχω πάρα πολύ όμορφες αναμνήσεις. Στη Σερβία, ξεκινάς σχολείο στην ηλικία των επτά ετών.

Ο Μίλος ήταν επτά και είχε ξεκινήσει εκεί σχολείο, ενώ εγώ δεν πήγαινα ακόμα. Για την ακρίβεια, δεν πήγα εκεί σχολείο, αλλά στην Ελλάδα, καθώς λίγο μετά φύγαμε. Όταν είχαν αρχίσει τα… όργανα του εμφυλίου στη Γιουγκοσλαβία, οι περισσότεροι δεν ήξεραν τι θα ακολουθήσει και μέχρι που θα φτάσει το κακό. Και έχοντας δύο παιδιά στο σπίτι του, ο Ντράγκαν θεώρησε ότι έπρεπε να φύγει μακριά από τη Γιουγκοσλαβία. Η μοίρα το έφερε η πρώτη του δουλειά να είναι στον ΠΑΟΚ, στη Θεσσαλονίκη. Με την ομάδα της Γενεύης έκανε την επιτυχία με το… καλημέρα, αγαπήθηκε και εμείς αγαπηθήκαμε από την Ελλάδα και τους Έλληνες. Μείναμε εδώ και φτιάξαμε τη ζωή μας».

Πώς είναι για ένα παιδί να τα αφήνει όλα πίσω του, να φεύγει από την πατρίδα του;

«Είναι πάρα πολύ δύσκολο και δεν είναι μόνο επειδή φεύγεις από τη χώρα σου και πας σε μία άλλη. Αλλά και στην Ελλάδα, υπήρχε το ίδιο “σενάριο”. Τότε ήμασταν παιδιά, δεν ξέραμε τι σημαίνει πόλεμος, νοιαζόμασταν μόνο για την παρέα μας. Το ίδιο εξακολούθησε να υπάρχει και στην Ελλάδα. Πήγαμε πρώτα στη Θεσσαλονίκη, ενώ εγώ πρωτοξεκίνησα το σχολείο στην Πάτρα, όταν ο πατέρας μου ήταν στον Απόλλωνα. Εκεί δημιούργησα μία παρέα και μετά φύγαμε, γιατί ακολουθούσαμε τη δουλειά του Ντράγκαν.

Τότε πήγε κατά σειρά σε ΠΑΟΚ, Απόλλωνα, Ηρακλή, ΠΑΟΚ ξανά, Περιστέρι, Ηρακλή και ΑΕΚ. Κάθε δύο χρόνια δημιουργούσα τις παρέες μου και μετά έφευγα. Και μετά ξανά από την αρχή. Και το “κακό” ήταν διπλό. Και στο σχολείο και στις προπονήσεις. Και ήταν πολύ δύσκολο, τόσο για εμένα όσο και για τον αδελφό μου. Αλλά αυτό μας έκανε να έρθουμε πιο κοντά και να είμαστε “δεμένοι”. Πολλές φορές είχαμε μόνο ο ένας τον άλλον».

Πώς ήταν η εμπειρία στον Παναθηναϊκό; «Είχα την τεράστια τιμή και τύχη, επί πέντε χρόνια να συνεργάζομαι όχι με παικταράδες, αλλά με ζωντανούς θρύλους. Αποδείχτηκε από την καριέρα που είχαν. Ήταν τύχη γιατί από την πρώτη ημέρα έπαιρνε το καλύτερο δυνατό παράδειγμα, όχι μόνο τι μπάσκετ πρέπει να παίξω, αλλά πως πρέπει να συμπεριφέρομαι ως συναθλητής, ως άνθρωπος.

Για να είσαι μεγάλος παίκτης επιπέδου Διαμαντίδη, Σπανούλη, Γιασικεβίτσιους, δεν είναι μόνο αυτό που βλέπετε εσείς οι θεατές στο γήπεδο. Είναι η συμπεριφορά στα αποδυτήρια, είναι οι ρουτίνες πριν από τον αγώνα, είναι πως συμπεριφέρονται στο σώμα τους.

Έχοντας τέτοια παραδείγματα από την πρώτη ημέρα, καταλαβαίνεις ότι είναι δύσκολο να μην ακολουθήσεις αυτό το πρότυπο στην καριέρα σου, ασχέτως σε ποιο επίπεδο θα φτάσεις. Εγώ μιλάω για το τι μεταφέρεις ως συμπαίκτης και τι θα κάνεις και μετά στη ζωή σου. Ήταν ένα μεγάλο σχολείο, φοβερές εμπειρίες, φοβερές επιτυχίες και προσωπικά θεωρώ ότι είχα ένα ρόλο στη διάρκεια αυτής της πενταετίας, εννοείται δεν ήταν πρωταγωνιστικός, αλλά ήταν ένας σημαντικός ρόλος.

Σε τέτοιες ομάδες, όταν διαθέτεις τόσους αγώνες και τόσες υποχρεώσεις είναι πολύ σημαντικός και ο ρυθμός της προπόνησης. Και εγώ ήμουν από τους παίκτες-κλειδιά στη διατήρηση του ρυθμού της προπόνησης. Όχι μόνο παικτικά, αλλά και με τη συμπεριφορά μου. Να μην έχεις ποτέ το κεφάλι κάτω όταν δεν παίζεις, να έχεις θετική ενέργεια και αυτό με έκανε καλύτερο παίκτη και δυνατό χαρακτήρα στη συνέχεια της καριέρας μου».

Η συνεργασία με τον Ζοτς πώς ήταν; Σου είχε δώσει κάποια συμβουλή ο μπαμπάς σου;

«Για να πάω στον Παναθηναϊκό έπαιξε μεγάλο ρόλο το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του 2003 στη Θεσσαλονίκη. Ήμουν ο μόνος γεννημένος το 1986 στην ομάδα στη γενιά του 1984, με τους Βασιλειάδη, Περπέρογλου, Βασιλόπουλο και τον Πρίντεζη που ήταν του ’85. Και εκεί με είδε ο Ζοτς για πρώτη φορά. Ήταν στη Θεσσαλονίκη, είχαμε και κοινό μάνατζερ και του άρεσε αυτό που είδε.

Στο μεταξύ, εγώ προερχόμουν από μία σεζόν με τα εφηβικά της ΑΕΚ, όπου τελειώσαμε αήττητοι και πήραμε το πρωτάθλημα και ήμουν από τους πρωταγωνιστές. Το θεωρήσαμε ως την καλύτερη επιλογή, τετραετές συμβόλαιο σε μία ομάδα, η οποία είχε κατακτήσει την EuroLeague δύο χρόνια νωρίτερα, με τον καλύτερο προπονητή στην Ευρώπη. Δεν ήθελε μεγάλη καθοδήγηση από τον Ντράγκαν για να ξέρω που πηγαίνω.

Ο Ντράγκαν δεν έπρεπε να μου κάνει κάποια ιδιαίτερη εισαγωγή, γιατί μεγαλώνοντας με τον αδελφό μου είχαμε το μπάσκετ ως σκεπτικό δουλειάς. Ημουν στο άλλο άκρο. Εμένα έπρεπε να μου πεις “χαλάρωσε”, όχι “πρόσεχε μην κάνεις λάθος”. Αυτό ήταν το “κλειδί” και αυτό μου έλεγε πολλές φορές, ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα τόσο σοβαρά. Και πως να με κατηγορήσει;

Όταν από τα 12 μου έβλεπα αγώνες του Ηρακλή και «έτρεμα» από το αποτέλεσμα, δεν μπορώ να κάνω κάτι άλλο. Μετά μπαίνει σαν μικρόβιο στο μυαλό σου».

Πάμε στον Πανιώνιο, τι θυμάσαι από εκείνη τη σεζόν; «Τη θυμάμαι τόσο έντονα. Οι περισσότεροι μπορεί να το έχουν λησμονήσει, αλλά ήταν μία ιστορική σεζόν για τον Πανιώνιο. Η μόνη σεζόν μετά, τον συγχωρεμένο Ντούντα και τον Πάσπαλιε, που κέρδισε τη συμμετοχή του στη EuroLeague. Ήταν το 2008 και δεν ήμασταν εμείς το φαβορί. Ήταν ο Άρης του Τζερεμάια Μάσεϊ και άλλες ομάδες…

Όταν το καταφέραμε ήταν τεράστια επιτυχία και ας είχαμε σκαμπανεβάσματα στην απόδοσή μας. Με βοήθησε πάρα πολύ ο προπονητής της ομάδας, ο Νέναντ Μάρκοβιτς, με τον οποίο μας συνδέει φιλία μέχρι σήμερα και ήταν μία breakthrough σεζόν, η πρώτη μεγάλη πρόκληση της καριέρας μου. Ήταν το «δείξε τώρα τι μπορείς», μετά από τέσσερα χρόνια στον Παναθηναϊκό. Και έδειξα ότι μπορώ.

Ήμουν στα 21 μου, είχα 29 λεπτά συμμετοχής, 12 πόντους μέσο όρο, 44% στα τρίποντα και κομβικά παιχνίδια. Νομίζω ότι ήταν η χρονιά που έδειξα ότι κάποιος μπορεί να στηριχθεί πάνω μου και δεν είμαι μόνο ένα υποσχόμενο ταλέντο».

Την «εξαργύρωσες» εκείνη τη σεζόν;

«Ναι! Δεν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι παραπάνω, στον ημιτελικό με τον Παναθηναϊκό δεν είχαμε καμία τύχη, αλλά η τρίτη θέση τότε έδινε το εισιτήριο για τη EuroLeague. Αρα για εμάς ήταν τελικός και μάλιστα το είχαμε γυρίσει από 0-2 σε 3-2 απέναντι στο Μαρούσι. Έδειξα στο ελληνικό μπάσκετ ότι είμαι εδώ και θα κάνω μία καριέρα, από την άλλη επειδή περάσαμε πολλά στον Πανιώνιο.

Διανύσαμε μία breakthrough σεζόν, όχι μόνο εγώ, αλλά και άλλοι παίκτες ή ο Νέναντ για την προπονητική του καριέρα, που πλέον είναι στην Ντιζόν και κάνει… παπάδες».

Έχουν περάσει από τότε 12 χρόνια από το σοβαρό τραυματισμό σου στην Ιταλία, πώς το θυμάσαι ή πλέον το έχεις αφήσει πίσω σου;

«Γενικότερα, όταν κάποιος ενδιαφέρεται να μάθει για την ιστορία μου, είμαι ευγνώμων. Όπως εσύ τώρα και σε ευχαριστώ γι αυτό. Είναι αυτονόητο ότι θα πρέπει να μιλήσουμε για το περιστατικό του 2010, την περιπέτεια υγείας που είχα περάσει. Το θυμάμαι ακόμα πολύ έντονα. Είναι μία από τις περιπτώσεις που σε αλλάζει ριζικά. Δηλαδή σου αλλάζει όλη τη ζωή. Το θέμα είναι πως το επιτρέπεις εσύ να σε αλλάξει: είτε σε ρίχνει, είτε το χρησιμοποιείς για να σε κάνει στο τέλος πιο δυνατό. Δεν ήταν εύκολο. Ήταν μία ιστορία που κράτησε πολλούς μήνες.

Ήμουν στο νοσοκομείο για 59 ημέρες, 10 μέρες στην εντατική και άλλες 49 σε άλλο δωμάτιο του νοσοκομείου. Και μετά από πολλά χρόνια, έχει αφήσει διάφορες επιπτώσεις στο σώμα μου. Δεν ήταν κάτι που έπαθα και έμαθα, ήταν μία διαδικασία ετών για εμένα και την οικογένειά μου και εννοείται ότι θυμάμαι έντονα τη στήριξη που πήρα από τον μπασκετικό κόσμο της Ελλάδας, της Ιταλίας και της Σερβίας. Εκεί πραγματικά αποδείχτηκε ότι μπορεί να έχουμε προσωπικές κόντρες, γιατί ο κόσμος είναι δύσκολος, αλλά όταν γίνεται το κακό όλοι σμίγουν κοντά σου και είναι μία επιβεβαίωση ότι η οικογένεια Σάκοτα αγαπήθηκε. Πολλοί απ’ αυτούς που ήρθαν να στηρίξουν χωρίς να με γνωρίζουν, το έκαναν και για τον Ντράγκαν».

Τι θυμάσαι πιο χαρακτηριστικά απ’ όλη την περιπέτεια;

«Υπάρχουν πολλά παραδείγματα. Οι αντιδράσεις της οικογένειάς μου, όπως θα αντιδρούσε κάθε οικογένεια σε μία τέτοια περίπτωση, οι άσχημες εικόνες που άφησαν επιπτώσεις σε όλους, στην υγεία τους από το δράμα που ζήσαμε. Ειδικά η δεύτερη εγχείρηση, μετά την εσωτερική αιμορραγία, έγινε μπροστά στα μάτια τους! Εμένα με συγκινούν οι αντιδράσεις που έμαθα μήνες μετά, μου τις αφηγήθηκαν. Για τους συμπαίκτες μου, που δεν ήμασταν τόσο κοντά, οι οποίοι έκλαιγαν ασταμάτητα, ήταν συγκινητική η αντίδρασή τους.

Για εμένα δείχνει πως κάτι σημαίνει γι’ αυτούς και με χαροποιεί. Όσο και δεν μου αρέσει να αισθάνεται κάποιος έτσι, δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι. Υπάρχει και μία μικρή ιστορία. Αφορά έναν νοσηλευτή, δεν ξέρω που βρίσκεται, αλλά όπου και αν είναι, να είναι καλά. Την τρίτη ημέρα στο νοσοκομείο, πέρασα μία πολύ δύσκολη νύχτα. Δεν μπορούσα να μιλήσω, ούτε να γυρίσω το κεφάλι μου. Και εκεί δεν υπήρχε άνθρωπος που να μιλούσε λέξη αγγλικά. Και τότε δεν ήξερα ιταλικά.

Σε αυτό το χώρο οι περισσότεροι ασθενείς ήταν σε κώμα, δεν ακούς τίποτα, αλλά εγώ έπρεπε να μένω ξύπνιος για να ξέρουν αν θα ανοίξει ξανά η πληγή και να μπορούν να αντιδράσουν. Ήταν δύσκολα, ήμουν στα πρόθυρα να κάνω δεν ξέρω και εγώ τι…

Και οι νοσοκόμοι δεν δίνουν τόση μεγάλη σημασία. Τελειώνει η βάρδιά τους, αλλάζουν και φεύγουν. Ο συγκεκριμένος, όταν με άκουγε, ήταν πάντα εκεί.

Αλλά δεν ήξερε πως να με βοηθήσει. Εκείνο το βράδυ μου λέει ότι επιστρέφει σε ένα λεπτό. Φέρνει την καρέκλα και τον υπολογιστή του και τον συνδέει με το δικό του ίντερνετ. Πάει στο google translate και μεταφράζει από τα ιταλικά στα αγγλικά: “Θέλω τη βοήθειά σου σε κάτι…”.

«Δεν ήξερα τι συνέβαινε με εμένα…»

Πάει στο Facebook, τότε ήταν κάτι καινούργιο. “Θέλω τον κωδικό σου”, μου έγραψε. Και μετά από μισώ ώρα τα καταφέραμε, μου χορηγούσαν μορφίνη εκείνη τη στιγμή, οπότε δεν ήμουν σε θέση να τον βοηθήσω πιο γρήγορα. Άνοιξε το προφίλ μου και είδα χίλια μηνύματα, αμέτρητες ειδοποιήσεις. “Κοίτα πόσοι σε αγαπάνε, μην τα παρατάς”, μου έγραψε. Η ώθηση που μου έδωσε ήταν απίστευτη.

Μπορεί να ακούγεται κλισέ, αλλά είναι σημαντικό. Ακόμη και το πιο μικρό πράγμα ή μία χειρονομία μπορεί να σε σώσει. Θεωρώ ότι εκείνη τη νύχτα μου έδωσε δύναμη. Δεν γνώριζα τι συμβαίνει έξω από το δωμάτιο, ήμουν σε φαρμακολογικό κώμα. Δεν ήξερα καλά καλά τι γίνεται με εμένα. Οι δύο χειρότερες λέξεις που μπορούσαμε να ακούσουμε ως οικογένεια εκείνες τις ημέρες ήταν “δεν ξέρω”.

Και ήταν οι μόνες που ακούγαμε. Δεν υπήρχε προηγούμενο παράδειγμα. Ένας τέτοιος τραυματισμός είναι συνδυασμός χιλίων πραγμάτων που έγιναν στο σώμα μου, ρωτούσες τον γιατρό και δεν ήξερε. Βγήκα στις 11 Ιουνίου του 2010, στα γενέθλια του αδελφού μου.

Στις 9 Ιουνίου δεν ξέραμε αν θα μείνω μέσα για ένα ή δύο μήνες ή μία ημέρα παραπάνω. Έπρεπε να πέσει η θερμοκρασία μου. Ήταν ταινία τρόμου αυτό που περάσαμε».

Θα ήθελες να έχεις ένα διαφορετικό τέλος στην ΑΕΚ; «Ναι! Σίγουρα μένει μία μικρή γεύση, όχι μόνο με την ΑΕΚ, αλλά με την καριέρα μου. Νομίζω ότι η πανδημία μπέρδεψε το τέλος της. Δεν θέλω να πω ότι άξιζα, αλλά θα ήθελα ένα πιο οργανωμένο φινάλε. Πρώτα απ’ όλα για εμένα, αφού είχα μία «άλφα» προσφορά στο ελληνικό μπάσκετ και για να… εξαφανιστώ έτσι ήταν κάτι που χρειάστηκε τη συμβολή αρκετών παραγόντων. Θα ήθελα να τελειώσει διαφορετικά τα πράγματα. Πιο οργανωμένα, πιο ήπια.

Αλλά αυτό δεν αλλάξει τη θητεία μου στην ΑΕΚ και τις επιτυχίες που κάναμε, τόσο σε ομαδικό όσο και ατομικό επίπεδο. Ξεσηκώσαμε ουσιαστικά από τις στάχτες, μία ιστορική ομάδα, με αποκορύφωμα το 2018 που κερδίσαμε το BCL. Πήραμε και το Κύπελλο απέναντι σε έναν Ολυμπιακό που είχε φτάσει στον τελικό τηςEuroLeague την προηγούμενη σεζόν».

Πότε έφτασες στο σημείο που αποφάσισες ότι πρέπει να σταματήσεις;

«Είναι λίγο περίεργο. Δεν έφτασα ποτέ στο σημείο που είπα “φτάνει”. Ήταν λίγο αυθόρμητο. Ακόμη και ο τρόπος που σταμάτησα στην τελευταία μου σεζόν είχε μία παγκόσμια πρωτοτυπία. Παίξαμε με τη Μούρθια κόντρα στη Σαραγόσα και μετά θα είχε διακοπή για τα “παράθυρα” των Εθνικών ομάδων.

Ποιος θα μου το έλεγε ότι αυτό θα ήταν το τελευταίο μου παιχνίδι; Είκοσι ημέρες μετά έγινε το πρώτο παγκόσμιο lockdown, η σεζόν σταμάτησε και εγώ επέστρεψα στην Αθήνα. Τότε τα πράγματα ήταν δύσκολα, στέλναμε μηνύματα για να βγαίνουμε έξω από το σπίτι μας, ξαφνικά όλοι έγιναν αθλητές και έστελναν “6” (σ.σ.: γέλια). Εκεί μπορείς να τρέξεις, αλλά για έναν αθλητή που πρέπει να διατηρηθεί σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο ήταν πιο δύσκολο.

Δεν ήμουν πια πιτσιρικάς… Δεν υπήρχαν ανοικτά γήπεδα μπάσκετ, προκειμένου να κάνω προπόνηση, παράλληλα είχα ξεκινήσει ένα επενδυτικό άνοιγμα στον κόσμο των κατασκευών, το οποίο είχε το δικό του… φόβο, αφού εξαρτάσαι από πωλήσεις και πελατολόγιο που ξάφνου δεν υπάρχει. Αλλά η δουλειά έχει ξεκινήσει, έχεις δώσει κάποια χρήματα και δεν μπορούσα να κάνω πίσω.

«Ο ένας μήνας, έγιναν δύο χρόνια και λέω ρε π@@στη δεν μπορεί…»

Οπότε είπα στον εαυτό μου να εστιάσω εκεί, να μάθω τη δουλειά, αφού έτσι και αλλιώς σταματώντας το μπάσκετ θα πρέπει να ετοιμάσω την επόμενη ημέρα. Στην Ευρώπη είναι δύσκολο. Δεν υπάρχει ένα σύστημα για τους αθλητές, όπως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το οποίο σου επιτρέπει να αποκτήσεις μόρφωση και να κάνεις αθλητισμό ταυτόχρονα. Και να πάρεις ένα πτυχίο.

Ειδικά όταν υπάρχουν τόσες απαιτήσεις, όπως αυτές που είχα ως πιτσιρικάς, με το τετραετές συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό. Ήμουν 17 ετών και είχα διπλές καθημερινές προπονήσεις. Και εγώ θέλω, όταν κάνω κάτι, να αφοσιώνομαι σε αυτό 100%. Άρα θεώρησα ότι ήταν πιο σωστό, κατά τη διάρκεια του lockdown να δώσω έμφαση στο άνοιγμα που πραγματοποίησα.

Παράλληλα, δεν είχα πει “όχι”, δεν είχα κλείσει την πόρτα στο μπάσκετ. Είχε γίνει μία κουβέντα με την ΑΕΚ για να επιστρέψω, δεν έγινε πραγματικότητα. Το έμαθα και σχετικά αργά από την ομάδα ότι δεν θα προχωρήσει, τρεις ημέρες πριν από την έναρξη της προετοιμασίας.

Αυτονόητα είχα απορρίψει κάποιες προτάσεις, η αγορά ήταν περίεργη μετά το lockdown και εγώ δεν ήθελα να φύγω από την Ελλάδα, έχοντας κάνει την επένδυση που είπα παραπάνω, ούτε ήθελα να παίξω σε άλλη ελληνική ομάδα, γιατί θεώρησα ότι άξιζα και έπρεπε να τελειώσω την καριέρα μου στην ΑΕΚ.

Για κάποιους λόγους αυτό δεν έγινε, η σεζόν ξεκίνησε, ήρθε νέο lockdown τον Σεπτέμβριο, τα γήπεδα έκλεισαν και αν δεν ήσουν μέλος ομάδας της Α1 δεν μπορούσες να κάνεις προπόνηση. Ο ένας μήνας, έγιναν δύο χρόνια και λέω ρε π@@στη δεν μπορεί…».

Αν ερχόταν η ΑΕΚ και σου έλεγε “σου δίνουμε δύο μήνες να ετοιμαστείς”, θα το έκανες;

«Εγώ και η ΑΕΚ είμαστε «βούτυρο και ψωμί». Ξεκίνησα με τον συγχωρεμένο τον Νίκο Δημητρίου, τον οποίο πρέπει να αναφέρω σε κάθε συνέντευξή μου, ήταν από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει στη ζωή μου και είχα την τύχη να συνεργαστώ μαζί του και στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα που κατακτήσαμε. Ήρθα στην ΑΕΚ το 2001. Είμαι ταυτισμένος μαζί της 21 χρόνια. Το ΟΑΚΑ ήταν το σπίτι μου.

Η ΑΕΚ ήταν το μπασκετικό μου σπίτι. Ανδρώθηκα στον Παναθηναϊκό, στο καλύτερο… πανεπιστήμιο της Ευρώπης, αλλά ό,τι έκανα (με εξαίρεση τη σεζόν του Πανιωνίου) για να δείξω τι παίκτης είμαι, είναι με την ΑΕΚ. Πάντα θα είμαι εκεί για την ΑΕΚ. Και αυτή ήταν. Κάτι γίνεται με τα αστέρια, δεν ξέρω…

Όταν συνδέεται το όνομα Σάκοτα με την ΑΕΚ, κάτι καλό γίνεται. Κάποια πράγματα συνδέονται με τη μοίρα. Θα ήθελα να υπάρχει μία επικοινωνία ανάμεσα σε εμένα και την ομάδα. Δεν θα έκλεινα ποτέ την πόρτα στην ΑΕΚ.

Όποια παρεξήγηση υπάρχει έχει να κάνει με το διοικητικό κομμάτι ή το οικονομικό. Έχουμε μία σχέση με καλές και κακές στιγμές και εύχομαι μία ημέρα να βρούμε μία γραμμή επικοινωνίας και με το διοικητικό κομμάτι. Και να είμαστε όπως παλιά. Αλλά για να γίνει αυτό θέλει μία αμοιβαία… Είναι two way street, που λέμε. Ποτέ δεν θα ευχηθώ τίποτα κακό για την ΑΕΚ. Είναι η ομάδα μου και θέλω να τη βλέπω να κάνει επιτυχίες».

Διαβάστε τη συνέχεια

Mega Deal* Γνωριμίας στην Betsson, διαλέγεις το δώρο* που σου ταιριάζει! *Όροι & Προϋπ. 21+ | ΠΑΙΞΕ ΥΠΕΥΘΥΝΑ
Σταμάτης Βούλγαρης: Τα «ρεπορτάζ» που ξεφτιλίστηκαν σε χρόνο dt
Οι ειδήσεις του στο Google News Δείτε Live όλες τις ειδήσεις του
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΜΑΣ
ΟΛΑ ΤΑ BLOGS
X