Μόρας: «Και μόνο που έβλεπες τον Μπάγεβιτς, τον φοβόσουν - Ο Φερέρ ήταν δικτάτορας, ως άνθρωπος ήταν ότι χειρότερο έζησα προπονητικά»

Μόρας: «Και μόνο που έβλεπες τον Μπάγεβιτς, τον φοβόσουν - Ο Φερέρ ήταν δικτάτορας, ως άνθρωπος ήταν ότι χειρότερο έζησα προπονητικά»
Photo Credits: INTIME

Ο Βαγγέλης Μόρας μίλησε για την ΑΕΚ

Στοιχηματική εμπειρία… όπως θα ήθελες να είναι! Παίξε Νόμιμα - 21+ | ΑΡΜΟΔΙΟΣ ΡΥΘΜΙΣΤΗΣ: ΕΕΕΠ | ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΘΙΣΜΟΥ & ΑΠΩΛΕΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ | ΓΡΑΜΜΗ ΒΟΗΘΕΙΑΣ ΚΕΘΕΑ: 2109237777 | ΠΑΙΞΕ ΥΠΕΥΘΥΝΑ

Ο Βαγγέλης Μόρας μίλησε για τη μεταγραφή του στην ΑΕΚ και αποκάλυψε… πολλά σκηνικά.

Ο πρώην παίκτης της Ενωσης μίλησε στο «Gazzetta» για το πώς ήρθε στην Αθήνα για να φορέσει τα «κιτρινόμαυρα», τους προπονητής που είχε στην ΑΕΚ, αλλά και τις διάφορες στιγμές που έζησε και του έμειναν ανεξίτηλες.

Οι δηλώσεις του Βαγγέλη Μόρα

Αν δεν κάνουμε λάθος ήσουν κι ο μοναδικός της Προοδευτικής που δεν πήγες στον Ολυμπιακό αλλά στην ΑΕΚ.

«Υπάρχει ένα σίριαλ. Ο Κουλουχέρης είχε κλείσει στον Παναθηναϊκό, είχε πάρει και χρήματα νομίζω. Είχε δώσει και χρήματα ο Παναθηναϊκός για να αγοράσει τον Θέμη, αλλά εκείνος τη χάλασε τη μεταγραφή γιατί τα είχε βρει με τον Ολυμπιακό. Οι δύο ομάδες τα είχαν βρει μεταξύ τους, αλλά ο Θέμης όχι με τον Παναθηναϊκό. Προφανώς θα έπαιρνε ο ίδιος περισσότερα από τον Ολυμπιακό. Εγώ τους πρώτους έξι μήνες έμπαινα ως αλλαγή στην Α’ Εθνική. Επαιζαν ο Θέμης, με τον Πουλόπουλο και τον Γιάννη (Αγγελόπουλο). Είχε προτεραιότητα αυτός (ο Κουλουχέρης), για να πάρει μεταγραφή. Με το που έφυγε ο Θέμης, έπαιζα εγώ και με τον Παναθηναϊκό είχα κάνει πολύ καλό ματς. Τότε είπαν από τον Παναθηναϊκό, ότι “αφού δεν πήραμε τον Θέμη να πάρουμε τον Βαγγέλη”.

Το τελευταίο εξάμηνο εκείνης της σεζόν με παρακολουθούσε ο Στέλιος Μανωλάς, ο οποίος βρισκόταν στην Ελπίδων.

Με παρακολουθούσε γιατί του είχε μιλήσει για μένα ο συγχωρεμένος ο Δαδίτσος. Είχαμε κάνει ένα φιλικό με τον Φωστήρα και μου λέει ο Μανωλάς: “Να ξέρεις θα σε πάρω, μ’ αρέσεις, θα είσαι στις επόμενες κλήσεις”. Άρχιζα να παίζω και στην Εθνική Ελπίδων και το όνομά μου είχε μπει στο κάδρο των εξελίξιμων παιδιών.

Με παρακολουθούσε κι η ΑΕΚ, το ήξερα αυτό. Ξαφνικά, όμως, μαθαίνω ότι με έχει κλείσει ο Παναθηναϊκός, χωρίς εγώ να γνωρίζω κάτι! Μέσω κάποιων ανθρώπων έμαθα ότι ο Παναθηναϊκός, ναι μεν με έχει κλείσει αλλά θα με έδινε δανεικό για να πάρουν τον Νασίφ Μόρις από τον Άρη. Τον πήραν τον Μόρις και εμένα θα με έδιναν δανεικό στον Άρη. Για ποιο λόγο να πάω στον Άρη; Θα μπορούσα να πάω και μόνος μου; Γιατί να πάω μέσω Παναθηναϊκού; Εκανα τα πάντα για να πάω στην ΑΕΚ. Το θεωρούσα και πιο εύκολο για μένα να παίξω.

Στην ΑΕΚ υπήρχαν οι Καψής, Κρέεκ… Έβλεπα ότι ο Μιχάλης τραυματίζεται πιο συχνά και έλεγα ότι εκεί θα έπαιρνα περισσότερες ευκαιρίες. Εκανα τέτοιες σκέψεις στο μυαλό μου. Μου άρεσαν και τα χρώματα το κίτρινο και το μαύρο. Θυμόμουν και την ωραία εμφάνιση της ΑΕΚ με τον δικέφαλο, η πιο ωραία εμφάνιση που είχε. Θυμάμαι τον Μπατίστα που έπαιζε μπροστά. Τέτοιες εικόνες είχα από παιδί».

Ήσουν ΑΕΚ;

«Όχι, καμία σχέση. Ενα παιδί που μεγάλωσε στη Λάρισα δεν γινόταν να μην είναι ΑΕΛ. Επομένως τα βρήκα με την ΑΕΚ, συμφωνήθηκε να δοθούν χρήματα στην Προοδευτική, έκανα προσφυγή για την ελευθερία μου, δίνοντας χρήματα στην ομάδα».

Πόσο κόστισε η μεταγραφή σου; 

«Αν θυμάμαι καλά 250.000 ευρώ. Ετσι μας είχαν πει τότε».

Επαιξε ρόλο στη μεταγραφή σου κι ο Μανωλάς; 

«Πάρα πολύ, είχα πάρα πολύ καλή σχέση. Μιλούσα συνέχεια μαζί του, με πίστευε πάρα πολύ. Ήταν ο συνδετικός κρίκος για να πάω. Είχε πει στον Μπάγεβιτς να με παρακολουθήσουν κι αυτός έδωσε το “ΟΚ’. Στην ΑΕΚ ήξερα ότι με ήθελε κι ο προπονητής, στον Παναθηναϊκό απλά είχαν συμφωνήσει οι ομάδες. Και με ήθελε ο Ντούσαν Μπάγεβιτς όχι κάποιος άλλος.

Για μένα ήταν ευκαιρία ζωής, ήταν αυτό που ήθελα και χάρηκα πολύ όταν έγινε η μεταγραφή».

Όταν πήγες στην ΑΕΚ τί θυμάσαι πιο έντονα; Τι σου έλεγαν;

«Και μόνο που έβλεπες τον Μπάγεβιτς, τον φοβόσουν. Από σεβασμό και μόνο, όταν έβλεπες τον “πρίγκιπα” λες “ώπα τι κάνω τώρα εγώ εδώ”. Με τον τρόπο του σου έπαιρνε το 100%, σε απελευθέρωνε, δεν σε άγχωνε. Είχαμε dream team εκείνη τη χρονιά. Εμπαινες στα αποδυτήρια και ούτε καλημέρα δεν έλεγες. Τι καλημέρα να έλεγα δηλαδή; Να έλεγα και να έτρωγα κανένα χαστούκι; Φοβερές προσωπικότητες, φοβερά αποδυτήρια. Όλοι ένας προς έναν».

Ποιον θα χαρακτήριζες ως την πιο εμβληματική προσωπικότητα; 

«Δεν μπορώ να επιλέξω. Μπαίνεις μέσα και βλέπεις τον Ζαγοράκη, τον Κασάπη, τον Μπορμπόκη, τον Ίβιτς… Τι να συζητήσουμε! Ποιον να πιάσω και ποιον να αφήσω! Υπήρχε και ο Κατσουράνης. Εβαζε γκολ με ψαλιδάκια!

Τότε 22 ετών για να μπεις και να παίξεις ήσουν όντως νέος, δεν σου έδιναν εύκολα ευκαιρίες. Και φανταστείτε ότι ήταν η χειρότερη χρονιά της ΑΕΚ τότε. Περάσαμε τα προκριματικά του Champions League, έκανα την πρώτη μου συμμετοχή με τη Λα Κορούνια. Είχε χτυπήσει στο 20′ ο Καψής, χάναμε 0-1».

Όπως το είχες προβλέψει δηλαδή για τον Καψή με το θέμα των τραυματισμών… 

«Στατιστικά το είχα δει. Ο Μιχάλης εμένα με βοήθησε πάρα πολύ. Παίρναμε το μηχανάκι και πηγαίναμε για προπόνηση. Απαγορευόταν να πηγαίνουμε με το μηχανάκι για προπόνηση και το αφήναμε 50 μέτρα πιο κάτω. Να οδηγάς μηχανάκι απαγορευόταν. Φεύγαμε μαζί από τη Νίκαια και πηγαίναμε μαζί στην προπόνηση. Ο Μιχάλης έμενε στο Κερατσίνι. Με παίρνει λοιπόν αγκαλιά ο Μπάγεβιτς και μου λέει “ήρεμα, μπαίνεις μέσα”. Παίζαμε τότε στη Λεωφόρο στο Champions League. Ήμασταν στον ίδιο όμιλο με Αϊντχόφεν και Μονακό επίσης. Έλεγαν όλοι ότι θα περνούσαμε εύκολα τον όμιλο και οι δύο από τρεις ομάδες έφτασαν στα ημιτελικά. Είχαν παίξει στους “4” Λα Κορούνια και Μονακό.

Είχα κάνει πολύ καλή εμφάνιση κόντρα στη Λα Κορούνια και μιλούσαν για εμένα. Καμιά φορά υπάρχουν στιγμές που σε σημαδεύουν. Στην πρώτη φάση γίνεται σέντρα, πάω να πηδήξω για κεφαλιά, δεν τη φτάνω στο δεύτερο δοκάρι και όπως δεν τη φτάνω, χτυπάει στο χέρι. Δεν δίνει πέναλτι που θα μπορούσε άνετα να δώσει. Ειδικά στη σημερινή εποχή θα το έδινε. Μόλις η μπάλα βρήκε στο χέρι λέω μέσα μου “αυτό ήταν, καταστράφηκα, τελείωσα. Με το που μπήκα, πρώτη φάση και κάνω χέρι”. Στη συνέχεια, από τη στιγμή που δεν δόθηκε πέναλτι, έκανα φοβερό παιχνίδι. Εκεί πήρα τα πάνω μου και έπαιξα βασικός στη συνέχεια της σεζόν».

Ένιωσες ποτέ να ξεφεύγεις; Να καβαλάς το καλάμι…

«Όχι. Ήμουν ντροπαλός, κλειστός. Όταν περπατούσα θα με έβλεπες να κοιτάζω κάτω. Δεν μπορούσα να το διαχειριστώ εύκολα. Ξαφνικά είχα γίνει γνωστός, έγραφαν για εμένα οι εφημερίδες. Ήταν τότε η εποχή που έπαιρνες… 50 εφημερίδες για να δεις αν έπαιξες καλά ή όχι. Σε έβαζαν σ’ αυτό το τριπάκι. Δύσκολο, αυτό με έκλεισε ακόμη περισσότερο στον εαυτό μου. Έτσι όπως μεγάλωσα, πιστός στο να κάνω καλή ζωή, να είμαι επαγγελματίας, δεν το άλλαξα ποτέ. Ήμουν της οικογένειας. Από 20 ετών είμαι με τη νυν σύζυγό μου. Από πριν φύγω από τη Λάρισα δηλαδή. Πήγαινα, δούλευα, επέστρεφα στο σπίτι. Έκανα ασφαλώς και παρέα με τα παιδιά.. Βγαίναμε έξω για φαγητό. Ποτέ δεν μου άρεσε η showbiz, ποτέ δεν την είδα ‘κάποιος’. Δεν πήγαινα σε γνωστά μαγαζιά. Ακόμα στην Προοδευτική όταν ήμουν και έβγαιναν οι άλλοι στα μπουζούκια, εγώ περίμενα να νικήσουμε και να πάμε όλοι μαζί μετά το ματς. Δεν έμπαινα στη διαδικασία να πάω καθημερινή. Έκανα παρέα με τον Καραναστάση, τον Τάτση και άλλους. Αυτοί κανόνιζαν να βγουν, εγώ θα πήγαινα σπίτι. Πάντοτε κράτησα αυτό το προφίλ, αλλά αυτό μπορεί ο άλλος να το εκλάμβανε αλλιώς και να θεωρούσε ότι είμαι ‘κάποιος’. Αυτό ήταν η άμυνά μου. Όταν ξαφνικά ήμουν σε ένα μαγαζί και με κοιτούσαν όλοι λέγοντας “α ο Μόρας της ΑΕΚ”. Αν γελούσα θα σκέφτονταν γιατί γελάω. Προσπαθούσα να διαχειριστώ τέτοιες καταστάσεις, κάτι που ήταν δύσκολο για εμένα και γινόμουν όλο και πιο κλειστός στον εαυτό μου».

Όταν επέστρεφες στην πόλη σου μετά την ΑΕΚ, όταν πια σε ήξερε όλη η Ελλάδα, έβλεπες να έχει αλλάξει η συμπεριφορά από τους συντοπίτες σου; 

«Ξαφνικά γίνονται όλοι φίλοι σου, αλλά γενικά δεν ήμουν εύκολο άτομο για να με προσεγγίσει ο άλλος. Το να μη μιλάω, να μην κοιτάζω και το να μην έρχομαι σε επαφή με τον άλλο, αυτή η άμυνά μου, έβγαινε προς τα έξω πως δεν ήμουν προσιτός. Πολλοί μου το έλεγαν. Ποτέ δεν ήμουν σνομπ. Χαίρομαι που όταν βγήκα έξω (στο εξωτερικό) απελευθερώθηκα».

Ποια ήταν η πιο «δυνατή» σου στιγμή στην ΑΕΚ;

«Η πρώτη μου χρονιά, άσχετα αν ήταν κακή για την ομάδα. Οταν έγιναν επεισόδια, ήρθαν στην προπόνηση και έσπασαν τα αυτοκίνητα. Έζησα τέτοιες καταστάσεις, αλλά όσο να ‘ναι εγώ ήμουν προστατευμένος».

Είχαν χτυπήσει και παίκτες;

«Ναι, τους είχαν χτυπήσει. Τον Κασάπη… Έψαχναν τον Τσιάρτα που ήταν μέσα κρυμμένος. Το να βλέπεις 50-100 άτομα να μπαίνουν στην προπόνηση και να πέφτει ξύλο… Εγώ ήμουν νέο παιδί, προστατευόμενος. Εν τω μεταξύ είχα μόλις αγοράσει αυτοκίνητο, ένα Alfa Romeo. Το GT, μόλις είχε βγει. Είδα ότι είχαν σπάσει τον καθρέφτη. Κάθισα δίπλα στο αυτοκίνητο και τους έλεγα: “Σας παρακαλώ μην το σπάσετε”. Είχα τρομάξει. Είχαμε συνεργασία με τη FIAT και τα FIAT Stilo από 1,70 μ. έγιναν ένα μέτρο. Τα είχαν σπάσει όλα. Τι να πω;».

Πώς ένιωσες με όλο αυτό που είχε συμβεί;

«Είχα τρομάξει, δεν θα σας πω ψέματα. Είχαν σπάσει τα πάντα. Δυστυχώς τέτοια γεγονότα μπορεί να γίνονται και σήμερα και ίσως και χειρότερα. Αυτό είναι το άσχημο. Ναι μεν γίνονταν τότε, όπως γίνονταν παντού, σε όλο τον κόσμο, αλλά είναι καιρός να αλλάξει κι εμείς δεν αλλάξαμε».

Η χειρότερη στιγμή σου στην ΑΕΚ ποια ήταν;

«Επί Σάντος. Όχι ακριβώς η χειρότερη. Η χειρότερη θα έλεγα πως ήταν με τον Φερέρ, ο οποίος με τελείωσε και δεν κατάλαβα ποτέ τον λόγο. Με τον Σάντος ένιωσα πολύ χάλια. Θα σας το εξηγήσω. Εγώ ως άνθρωπος προσπαθώ να παίρνω το καλύτερο ακόμα κι απ’ το άσχημο. Θεωρώ ότι πρέπει να το πάρω και ότι για κάποιο λόγο γίνεται. Η συμπεριφορά του Σάντος απέναντί μου ήταν πολύ κακή.

Τον λατρεύω σαν προπονητή. Και ως άνθρωπο. Με έκανε πολύ καλύτερο ποδοσφαιριστή. Καλύτερο στον τρόπο σκέψης. Δουλευταράς, πολύ προπόνηση. Γύρισα για τη δεύτερή μου χρονιά μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Ενσωματώθηκα λοιπόν στην προετοιμασία πιο αργά. Τραυματίστηκα εν τω μεταξύ, αλλά δεν ήταν αυτό το θέμα. Για έξι μήνες έβλεπα πάγκο – κερκίδα. “Ρε πο@@@η” λέω, “τι γίνεται; Πέρυσι έπαιζα βασικός. Τι γίνεται και δεν με βλέπει;”. Ένας άνθρωπος που δεν μπορείς να τον πλησιάσεις εύκολα. Τι να πήγαινα να του πω; Γιατί δεν με βάζει; Κάποια στιγμή με φώναξε και μου είπε: “Αν δεν αλλάξεις τον τρόπο προπόνησης, από το πρώτο λεπτό μέχρι το τελευταίο, θα συνεχίσεις να είσαι έτσι”. Και σκέφτομαι εγώ: “Τι μου λέει τώρα ρε γαμ@@ο; Αφού κάνω καλή προπόνηση”. Αυτός ξέρετε τι ήθελε; Ακόμα και το ζέσταμα να το κάνω στο 200%. Σαν να έχεις μπει στον αγώνα. Ακόμα όμως κι όταν το άλλαξα, δεν έπαιξα αμέσως. Με έψηνε, με έψηνε και ξαφνικά ήρθε η στιγμή που με έβαλε κόντρα στον ΠΑΟΚ και νικήσαμε 0-2 ή 1-2, δεν θυμάμαι. Είχα κάνει καλό παιχνίδι. Έπαιξα όλο το υπόλοιπο μισό με τον Μπρούνο Άλβες.

Κάναμε φοβερή χρονιά. Αυτό δεν ήταν τίποτα. Ήταν ένα ψήσιμο. Με έβαλε στη διαδικασία να αλλάξω τρόπο προπόνησης, να δουλεύω συνέχεια. Υπήρχαν στιγμές επί Σάντος που βούλωναν και βούιζαν τα αυτιά από την προπόνηση. Λέγαμε “πού ανεβήκαμε, στο υψόμετρο;”. Πέφταμε κάτω! Την επομένη είχε έρθει ο Δέλλας και ήμουν εγώ, ο Μπρούνο και ο Αλεξόπουλος. Στην προετοιμασία ο Κατσουράνης είχε πρόβλημα στο γόνατο και κατά τη διάρκειά της έπαιζα εγώ αμυντικός χαφ. Όπου υπήρχε κενό έμπαινε ο Βαγγέλης. Αμυντικός χαφ; Αμυντικός χαφ. Δεξιός μπακ; Δεξιός μπακ. Ήξερε ότι θα του έδινα αυτό που ήθελε. Επειδή με έβαζε αμυντικό χαφ μέχρι να γυρίσει ο Κώστας για να καλύψει το κενό, στην άμυνα έπαιζαν ο Αλεξόπουλος με τον Άλβες. Όταν επέστρεψε από τον τραυματισμό του ο Κώστας, εγώ ήμουν στον πάγκο και περίμενα τη σειρά μου. Η ομάδα πήγαινε καλά, δεν έχανε. Ο Αλεξόπουλος πήγαινε καλά, ο Άλβες, το ίδιο και η αμυντική γραμμή. Για έξι μήνες μπορεί να έμπαινα λίγο ως αλλαγή. Κάποια στιγμή τρελάθηκα. Έλεγα πως είμαι 24 ετών και πρέπει να φύγω, να πάω κάπου να παίξω. Δεν σκεφτόμουν ότι ήμουν στην ΑΕΚ, απλά ήθελα να παίζω, όχι να κάθομαι. Μπαίνω στο γραφείο του και του λέω “κόουτς θέλω να μιλήσουμε”. Μου λέει “έλα, ό,τι θέλεις”. Και του λέω: “Θέλω να φύγω”».

Παρότι μας είπες ότι δεν ήταν εύκολα προσβάσιμος…

«Ναι. Ξέρετε τι; Ναι μεν έλεγα πριν ότι έβλεπες τον Μπάγεβιτς και μιλούσες για τρόμο, αλλά η επαφή που είχα με τον Σάντος ήταν διαφορετική. Για παράδειγμα γινόταν μια φάση και όπως τη ζούσαμε, ερχόταν από την πλευρά του, ερχόταν σε εμένα και καθόμασταν να συζητήσουμε τι είχε γίνει στη φάση. Λες και ήμουν βοηθός του. Μου έλεγε “πήγαινε μέσα και πες του να κάνει αυτό, δώσ’ του οδηγίες”. Πήγαινα εγώ και το έκανα. Φανταστείτε δηλαδή ότι δεν πήγαινε στον βοηθό του, αλλά ερχόταν σ’ εμένα. Και σκεφτόμουν εγώ: “Τι να κάνω ρε γαμ@@ο; Τι σχέση έχω με αυτόν τον άνθρωπο; Γιατί το κάνει αυτό; Για να δικαιολογηθεί επειδή δεν με βάζει;”. Τέτοια σενάρια έπλαθα στο μυαλό μου. Όχι όμως. Αυτός είναι Φερνάντο Σάντος. Είχα αυτή τη σχέση, γι’ αυτό και πήγα να του μιλήσω. Τον ένιωθα σαν πατέρα μου. Με έκανε καλύτερο άνθρωπο, άσχετα αν θεωρώ ότι με αδίκησε ή με αδικούσε εκείνη τη στιγμή».

Και τι σου απάντησε ο Σάντος:

«Μου λέει “δεν σε αφήνω να φύγεις. Και να φύγεις, να πας στον ΠΑΟΚ να παίξεις… Και; Αυτό είναι το θέμα;”».

Γιατί σου μίλησε για τον ΠΑΟΚ; Υπήρχε ενδιαφέρον;

«Δεν ξέρω γιατί μου τον ανέφερε. Ετσι είπε όμως».

Και πώς ολοκληρώθηκε η κουβέντα σας;

«Μου είπε: “Όχι, θα μείνεις εδώ. Είσαι σημαντικός για εμένα. Πιστεύω ότι θα σου δοθεί η ευκαιρία, μην αγχώνεσαι”. Έμεινα λοιπόν και η αλήθεια είναι ότι γούσταρα να μείνω. Ήταν η τρίτη μου χρονιά στην ΑΕΚ και ένιωθα σημαντικός για την ομάδα. Ήταν η χρονιά που είχε έρθει ο Ντέμης. Με έβαλε στην Ξάνθη, αμυντικό χαφ. Όλα τα ματς του Κυπέλλου τα έπαιζα εγώ και ο Τράι.

Δεν παίζαμε στο πρωτάθλημα και επειδή η ομάδα πήγαινε καλά, αγωνιζόμασταν αναγκαστικά στο Κύπελλο. Είχε πει και στον Τράι ότι αν φτάναμε στον τελικό του Κυπέλλου θα έπαιζε αυτός κι εγώ. Ότι εμείς θα είχαμε φτάσει εκεί την ομάδα και πως θα παίζαμε εμείς. Προς τα τελευταία ματς του πρωταθλήματα βέβαια έπαιζα. Εγώ με τον Αλεξόπουλο, εγώ με τον Μπρούνο… Φτάσαμε στον τελικό του Κυπέλλου, θα παίζαμε με τον Ολυμπιακό στην Κρήτη. Εκεί θεωρώ πως ήταν η χειρότερη στιγμή μου. Έμενε ένα ματς για την ολοκλήρωση του πρωταθλήματος, το οποίο αν κερδίζαμε θα πηγαίναμε στο Champions League. Και είχαμε και τον τελικό του Κυπέλλου. Δύο ματς. Ένιωθα πιο ασφαλής από όλους γιατί έπαιζα, ήμουν σε καλή κατάσταση, ενώ εκείνη την περίοδο επέστρεφαν από τραυματισμό και ο Μπρούνο και ο Τράι. Ξέροντας τι είχε πει ο Σάντος, το θεωρούσα σίγουρο ότι θα έπαιζα στον τελικό του Κυπέλλου. Πίστευα όμως ότι θα έβαζε εμένα και τον Αλεξόπουλο, γιατί οι άλλοι δύο προέρχονταν από τραυματισμό. Θεωρούσα πως ό,τι κι αν γίνει θα είμαι ο μόνος σίγουρος. Μας φώναξε στο γραφείο του, δυάδες. Πάει ο Τράι με τον Μπρούνο στην αρχή. Θυμάμαι ήμουν εγώ σε ένα δωμάτιο, μαζί με τον Κυριακίδη, τον Κατσούρ και τον Λύμπε. Έρχεται πίσω ο Τράι και δεν λέει τίποτα. Φεύγω εγώ με τον Αλεξόπουλο να πάμε στο γραφείο του Σάντος. Μας έχει απέναντί του και μας λέει: “Έχουμε δύο σημαντικά ματς, τα πιο σημαντικά της σεζόν. Έχω τέσσερις αμυντικούς που είναι ισάξιοι”. Πράγματι αυτό μας είχε δείξει, τον πίστευα σ’ αυτό που έλεγε. Και μας λέει: “Αποφάσισα να παίξει ο Δέλλας με τον Τσιρίλο στον τελικό”. Τρώω εγώ το πρώτο χαστούκι. Δεν είχα ξαναπαίξει σε τελικό. Δεν θα πω πως ήταν όνειρο, αλλά το άξιζα να παίξω. Ήμουν σε καλύτερη κατάσταση. Ένιωσα πολύ αδικημένος.

“Πήρα αυτή την απόφαση και δυστυχώς έχω και κάτι άλλο να κάνω: Επειδή δεν μπορώ να έχω δύο αμυντικούς στην αποστολή, μοιράζω τις θέσεις κι ένας στόπερ πρέπει να μείνει έξω. Και έξω θα μείνει ο Βαγγέλης”. Εκεί έφαγα το δεύτερο χαστούκι. Και λέω “εκεί που ήταν να παίξω βασικός ξαφνικά βρέθηκα εκτός αποστολής χωρίς κανέναν λόγο και γιατί εμένα”; Δεν είπα τίποτα, δεν ήξερα τι να πω. Αν έπρεπε να βρίσω, αν έπρεπε να αντιδράσω. Μουρλάθηκα. Ο Αλεξόπουλος είπε: “Κόουτς άσε εμένα έξω”. Ο Γιώργος είχε θέμα με τους προσαγωγούς και για να ετοιμαστεί σ’ έναν αγώνα έκανε μία ώρα ζέσταμα. Είπε του Σάντος: “Εγω, ρε κόουτς πώς θα μπω; Αν μου πεις να μπω αλλαγή, θέλω πέντε ώρες ζέσταμα. Σε παρακαλώ πάρε τον Βαγγέλη, ο Βαγγέλης μπορεί να παίξει”. Ήξερε ότι εγώ είμαι σε καλή κατάσταση, ο Γιώργος είναι απίστευτος, έχω πολύ καλή σχέση. Με λάτρευε. Ο Σάντος απάντησε αρνητικά, είπε: “Εχω πάρει την απόφασή μου”. Απογοητεύτηκα, έσβησα. Εκεί ήταν το απόλυτο κενό. Άδειασα. Στεναχωρήθηκα πάρα πολύ. Μπορεί και να τον μίσησα εκείνη τη στιγμή. Για ποιον λόγο να μου το κάνεις σ’ εμένα αυτό, που έχω περάσει και τόσα μαζί σου; Που σου έχω αποδείξει ότι μπορώ, που άλλος θα μπορούσε να τα έχει παρατήσει και να έχει σηκωθεί να φύγει. Είχα πολύ καλή σχέση μαζί του αλλά τότε κατάλαβα ότι έδωσε προτεραιότητα σε κάποια άλλα. Ξέχασα να σας πω πως μας είχε δηλώσει ότι θα φύγει μετά τα δύο ματς με Ολυμπιακό και Ξάνθη. Ενιωσα πολύ άσχημα και δεν ξαναήρθαμε σε επαφή. Θεωρώ ότι αδικήθηκα πάρα πολύ και γι’ αυτό θεωρώ ότι υπήρξε συνέχεια με τον Φερνάντο, που με πήρε στο Μουντιάλ ενώ δεν με έπαιρνε γενικά στην Εθνική. Μόλις βγήκα από το meeting με πήρε τηλέφωνο ο Ντέμης, ο οποίος ήταν πρόεδρος τότε και μου λέει: “Ηρέμησε, ξέρω ότι είναι αδικία αυτό που έγινε, εγώ σε πιστεύω, θα έρθει η ανανέωση”. Και μετά πάμε στα επόμενα που ήρθαν με τον Φερέρ».

Για πες μας για τον Φερέρ. 

«Ένας δικτάτορας κανονικός! Δεν ξέρω αν πρέπει να πω ότι ήταν κακός άνθρωπος, αλλά η ηγεσία που είχε προπονητικά ήταν δικτατορική».

Ήταν έτσι κι οι συνεργάτες του;

«Όχι, ο συνεργάτης του ήταν ο Σεγούρα.

Φοβερός, καμία σχέση. Ηταν δίπλα στους προπονητές, μας έκανε να εξελιχθούμε, προπόνηση φουλ. Και με τον Φερέρ δεν είχα θέμα σχετικά με το πώς παίζαμε, ήταν ο μόνος που εφάρμοσε το ροτέισον, όλοι είχαμε συμμετοχές. Όμως, δεν μου φέρθηκε καθόλου καλά. Έδωσε προτεραιότητα σε άλλους ποδοσφαιριστές, στους πιο νέους, όπως στον Σωκράτη. Ενώ εγώ έπαιζα καλά, ξαφνικά με πετούσε έξω. Θυμάμαι περιστατικό που ήμασταν στην προετοιμασία τις πρώτες μέρες που είχε έρθει. Ήμασταν όλοι μαζί και τρώγαμε. Ερχόταν πάνω από το φαγητό σου και κοιτούσε πόση φέτα έβαλες. Μας έλεγε “Γιατί έβαλες τόση φέτα στα μακαρόνια, σε παρακαλώ βγάλ’τη”. Με ύφος! Μια άλλη στιγμή, παίρνω τον καφέ μου, φτιάχνω τον καπουτσίνο, σηκώνομαι και φεύγω. Με είδε που πήρα τον καφέ και φεύγω για το δωμάτιό μου για να ξεκουραστώ. Με φωνάζει και μου λέει: “Έλα εδώ, που πας;”. Του απαντάω “στο δωμάτιο”. Και μου λέει: “Και πού πας με τον καφέ, γιατί παίρνεις μαζί σου καφέ και δεν κάθεσαι εδώ να τον πιεις”; Εγώ κόλλησα, του λέω: “Είναι συνήθειο, ελληνική κουλτούρα”. Τι να του απαντούσα; Γιατί παίρνω τον καφέ πάνω; “Όχι θα κάτσεις εδώ να πιεις τον καφέ, θα τον πίνετε εδώ τον καφέ”. Δεν θυμάμαι αν τον άφησα ή αν τον πήρα μαζί μου. Ανέβηκα πάνω, βρίσκω τον Τραϊανό και του λέω: “Ρε Τράι, τι γίνεται εδώ; Πηγαίνετε να του μιλήσετε, δεν μας αφήνει να πίνουμε καφέ”; Θα έπρεπε κι αυτός να καταλάβει ότι είναι στην κουλτούρα μας, δεν είμαστε Ιταλοί να πίνουμε σφηνάκι τον καφέ στο όρθιο.

Πιστεύω ότι πρέπει να πήγαν και να του μίλησαν, ότι κάποια πράγματα είναι δικές μου συνήθειες. Θέλω να σας πω ότι ήταν ένας άνθρωπος που ασχολούνταν με όλα. Δεν άφηνε τίποτα να πέσει κάτω. Γιατί το ένα, γιατί το άλλο; Σ’ ένα ματς χάνω τον παίκτη, μου κάνουν σκριν, φεύγει ο παίκτης, πετάγεται στο πρώτο δοκάρι και κάνει γκολ. Μπαίνει μέσα στα αποδυτήρια, έρχεται face to face μπροστά μου όπως ήμουν σκυμμένος και μου κάνει μία προσωπική επίθεση: “Καλά δεν ντρέπεσαι; Είσαι απαράδεκτος”. Δεν θυμάμαι τι άλλο μου είπε. Εκείνη τη στιγμή έκλαιγα από τα νεύρα μου, είχα αφηνιάσει. Κρατιόμουν τόσο πολύ μέσα μου για να μην κάνω κάτι άλλο. Πίσω του ήταν ο Μπρούνο Τσιρίλο. Με έβλεπε και μου έκανε νόημα να μην αντιδράσω. Ήμουν έτοιμος να τον χτυπήσω εκείνη τη στιγμή. Ήταν τόσο κακή η επίθεση που δεν μπορούσα να φανταστώ το λόγο για τον οποίο μου την έκανε. Στο ημίχρονο. Θα μπορούσε να μου την κάνει στο τέλος του ματς ή την άλλη μέρα στην ανάλυση. Φανταστείτε τη ψυχολογία μου να μπω να παίξω τα άλλα 45 λεπτά. Πιστεύω ότι όλοι θα ήθελαν να τον χτυπήσουν εκείνη τη στιγμή. Ο Τσιρίλο μου έκανε “όχι, όχι!”. Συγκρατήθηκα και βγήκα να παίξω. Είναι μία εικόνα που την έχω μπροστά μου. Θυμάμαι άλλη φορά να γράφουν οι δημοσιογράφοι “για ποιο λόγο μένει έξω από τη στιγμή που πάει καλά”. Αυτό όμως δεν μου λέει κάτι. Ήθελε να προωθήσει τον Σωκράτη που ήταν μικρός και καλά έκανε. Όμως, θα ήταν καλύτερο να ήταν ξεκάθαρος μαζί μου, να με πιάσει και να μου το πει. Θυμάμαι που είχα ξεφύγει σε προπόνηση για πρώτη φορά, ύστερα από ένα ματς που δεν με είχε βάλει. Δεν θυμάμαι σε ποιο ήταν. Με τον Άρη; Με την Καλαμαριά; Που είχαμε νικήσει, θυμάμαι ότι είχε κάνει ένα λάθος ο Σωκράτης. Είχε γυρίσει τη μπάλα πίσω και είχε κολλήσει και στο επόμενο ματς εγώ ήμουν πάλι εκτός αποστολής. Εμένα αυτό με ενοχλούσε. Θα προτιμούσα να έρθει να μου πει: “Δίνω προτεραιότητα εκεί”. Θυμάμαι στην προπόνηση που μου έρχονταν οι μπάλες και εγώ τις πετούσα δεξιά και αριστερά, εγώ που δεν είχα αντιδράσει ποτέ μου!

Με πιάνει τότε και μου λέει: “Γιατί το κάνεις αυτό”; Του απαντώ: “Απλά δεν έχω καταλάβει γιατί μου συμπεριφέρεσαι έτσι και με αδικείς τόσο πολύ”. Το θέμα έληξε εκεί, τελείωσε η χρονιά, έφυγε».

Αυτός μετά δεν σου απάντησε;

«Ξέρετε τι γίνεται; Ο παίκτης δεν περιμένει κάτι από τον προπονητή. Αν δεν είναι αληθινός ο άλλος απέναντί σου, μπορείς να καταλάβεις αν η απάντησή του είναι ψεύτικη ή όχι. Εγώ απλά ήθελα να πω αυτά που ήθελα να πω και δεν περίμενα να ακούσω τίποτα απ’ αυτόν. Ήθελα να νιώσω καλά με μένα. Η αλήθεια είναι ότι ένιωσα άσχημα που το έκανα αυτό στην προπόνηση γιατί δεν έδινα ποτέ δικαίωμα. Να χαλάσω μια προπόνηση γιατί σέβομαι τους συμπαίκτες μου, γιατί τον εαυτό σου δεν μπορείς να τον σεβαστείς με τόσα νεύρα που έχεις».

Θα μπορούσες να πεις ότι ήταν ο χειρότερος προπονητής με τον οποίο συνεργάστηκες;

«Ναι. Πολύ καλός προπονητικά, φοβερός στην επιθετική τακτική. Γνώστης, δεν είναι τυχαίος. Αλλά ως άνθρωπος ήταν ό,τι χειρότερο έζησα προπονητικά. Τον Σάντος από τον οποίο νιώθω αδικημένος, τον λατρεύω».

Με τον Ντέμη τί έγινε μετά; 

«Τίποτα, πήγα στο γραφείο του και μου είπε ότι δεν μπορούμε να ανανεώσουμε τη συνεργασία μας.

Είχα πάει μαζί με τον Χιώτη. Μας είχαν μπλέξει σε μια κόντρα. Ποτέ δεν ασχολήθηκα με τα αποδυτήρια, ήμουν ένας πιστός εργάτης και μόνο αυτό με απασχολούσε. Δεν ήθελα να δώσω δικαίωμα σε κανέναν. Κι αυτό που μου είπε ο Ντέμης δεν μου άρεσε».

Τι εννοείς ότι σε είχαν μπλέξει σε μια κόντρα; 

«Ότι ήμουν σε μια κλίκα στα αποδυτήρια, έλεγαν ότι υπήρχε μια κλίκα με τον Λύμπε, τον Κατσούρ και κάποιους άλλους. Ότι εγώ ήμουν με την πλευρά του Διονύση. Δεν υπήρχε όμως τίποτα απ’ όλα αυτά. Εκανα πολλή παρέα με τον Διονύση και με τον Κόντη αλλά μέσα στα αποδυτήρια όταν ήμουν, ήμουν και με τον Λύμπε και με τον Κατσούρ. Είχα πολύ καλή σχέση με όλους. Η κλίκα θεωρητικά προσπαθεί να περάσει κάτι για να κάνει κουμάντο, αλλά αυτό δεν υπήρχε καθόλου στην ΑΕΚ από καμία πλευρά. Εγώ τον Λύμπε, τον Κατσούρ κι όλους αυτούς όχι απλά τους θαύμαζα. Τους ακολουθούσα. Πέρασε ο Ζαγοράκης αρχηγός, ο Κασάπης, ο Λύμπε, ο Κατσούρ. Ανέβαζα φωτογραφίες στo Instagram με όλους αυτούς. Τι να συζητάμε τώρα; Εχω μάθει από τους καλύτερους. Από διαφορετικές προσωπικότητες. Από τον Ζαγόρ μέχρι τον Κατσούρ που σου έβριζε τα πάντα, ό,τι είχε και δεν είχε. Προσπαθούσαν επίσης να τον καταστρέψουν. Ποιον, τον Κατσούρ! Επειδή μιλάει άσχημα στους παίκτες; Σου έβριζε τα πάντα. Του έλεγα: “Κώστα σε παρακαλώ μην πιάνεις τη μάνα μου”. Μου ζητούσε συγγνώμη και συνεχίζαμε. Κάναμε παρέα, πηγαίναμε διακοπές μαζί. Επειδή δεν σου αρέσει στην εικόνα ότι έβριζε; Δεν μας νοιάζει το τι φαίνεται. Εμάς η εικόνα την ώρα που παίζουμε δεν μας απασχολεί. Δεν μπορώ να βλέπω παίκτη να λέει: “Μη φωνάζεις, εμένα γιατί με στοχοποιείς”; Τι λες ρε μαλάκα; Εσένα στοχοποιώ; Εκείνη την ώρα παίζουμε για να νικήσουμε και θα μου πεις πώς θα μιλάμε; Ετσι κι αλλιώς ξέρεις, είμαστε οικογένεια, δεν θα παρεξηγηθεί κανένας. Κι αν παρεξηγηθεί θα το λύσουμε μετά στην προπόνηση. Ποδόσφαιρο παίζουμε. Κάποιος μπορεί να σου βρίσει και τη μάνα σου, αλλά δεν το εννοεί. Είσαι όλη μέρα μαζί του, τι να εννοεί. Απλά ο Κώστας έβριζε περισσότερο απ’ όλους. Τον Κατσούρ τον πετύχαινες να βρίζει μόνος του. Του έλεγες: “Σε ποιον μιλάς”; Και σου έλεγε: “Τίποτα, απλά βρίζω”. Ετσι ήταν ο Κώστας.

Ο Κώστας έδινε και τη ψυχή του για εσένα κι αυτός ο άνθρωπος πήγε να στοχοποιηθεί και στην Εθνική και στην ΑΕΚ. Κατάλαβες; Αλήθεια τώρα; Είναι ντροπή! Και δεν τα λέω αυτά επειδή έκανα παρέα μαζί του. Μετά το ποδόσφαιρο ήρθαμε πιο κοντά. Το πρόβλημα σ’ αυτήν τη χώρα είναι ότι όλοι ξέρουν ποδόσφαιρο και δεν ξέρουμε εμείς… Και ότι γνωρίζουν από αποδυτήρια. Ο Κατσούρ δημιουργούσε πρόβλημα στα αποδυτήρια; Είναι ντροπή να το λες αυτό. Ο Κατσούρ έφτιαχνε αποδυτήρια. Μπορεί να μην είχε τον τρόπο να σου μιλήσει, που δεν ήταν άσχημος ο τρόπος του, σας το ξαναλέω. Εννοείται θα βρίσεις. Τι θα τους πεις; “Σε παρακαλώ τρέξε πιο γρήγορα ή παίξε λίγο πιο δυνατά”; Και σπίτι θα βρίσεις. Αν δεν μπορείς να το αντέξεις αυτό, καλύτερα να σταματήσεις».

Τότε που σου είπε ο Ντέμης να μην ανανεώσετε, τότε ήταν που έφυγες. Σωστά; 

«Εφυγα και άλλαξε η ζωή μου. Ψαχνόμουν έτσι κι αλλιώς για το εξωτερικό».

Ποιον μάνατζερ είχες τότε; 

«Στην αρχή είχα άλλον μάνατζερ, δεν θυμάμαι ποιον. Ο Πασχάλης ο Παπαδόπουλος με πήγε στην Ιταλία και βρεθήκαμε σε κόντρα μερικά χρόνια μετά. Θεωρώ ότι ο μάνατζερ κοιτάζει τις περισσότερες φορές τον κ@@ο του κι όχι την εξέλιξη του παίκτη. Αυτό είναι που με χαλάει εμένα. Ο Πασχάλης μού βρήκε την Μπολόνια. Πήγα και υπέγραψα».

Πώς θυμάσαι εκείνη την ημέρα; 

«Η χειρότερη της ζωής μου. Ήμουν τραυματίας στην ΑΕΚ. Σε μια φάση γλίστρησα και με διέλυσε η μέση μου. Επί τρεις μήνες προσπαθούσα να φτιάξω τη μέση μου και δεν μπορούσα. Πήγα στην Μπολόνια έχοντας πρόβλημα στη μέση και δεν μπορούσα να συνέλθω με τίποτα. Μου το βρήκαν στις εξετάσεις ότι είχα πρόβλημα και εγώ το έπαιξα ότι δεν είχα τίποτα. Όλοι αν κάνουμε εξετάσεις θα βρούμε μια κοίλη στη μέση. Τους είπα: “Είμαι καλά, μην αγχώνεστε”. Τότε εκείνοι μου είπαν ότι θα πρέπει να υπογράψουμε ένα ιδιωτικό συμφωνητικό βάσει του οποίου αν έμενα πολύ καιρό εκτός, θα έπρεπε να λύσουμε το συμβόλαιο και να φύγω. Και το υπέγραψα. Υπέγραψα τετραετές συμβόλαιο, πήγα στην Αυστρία για να κάνω ειδικό πρόγραμμα. Όταν πήγα στην προετοιμασία, μετά τα πρώτα τεστ με το που κάνω το πρώτο άλμα κάνει η μέση μου “κρακ”. Ξανακάνω κι άλλο άλμα, σφίγγω τα δόντια, έκλαιγα από μέσα μου. Τελειώνουν τα τεστ, γύρισα στο ξενοδοχείο που βρισκόμασταν και λέω στη σύζυγό μου: “Μάζεψε τα πράγματά σου, φεύγουμε. Δεν μπορώ να συνεχίσω άλλο, πονάει πάρα πολύ η μέση μου”. Εκανα τα τεστ και δεν άντεξα. Πήρα τηλέφωνο τον Γιάννη τον Αλεξούλη, του είπα τι συνέβη και ότι φεύγω. Μου είπε: “Δεν πας πουθενά, θα κάτσεις εκεί. Εγώ έπαιζα συνέχεια με πόνους στη μέση, με θλάσεις. Επρεπε να κοπώ, να πέσω κάτω και μετά δεν θα έπαιζα. Θα πρέπει να παίζεις με τον πόνο”. Μου είπε να βάλω ζώνη και να παίζω με τον πόνο. “Δεν φεύγεις από εκεί”, μου είπε. Την επόμενη μέρα, ζώνη, αλοιφές και πήγαινα στην προπόνηση κλαίγοντας μέχρι να συνηθίσει η μέση. Ξαφνικά όσο περνούσε η προετοιμασία ένιωθα καλύτερα. Είχα αρχίσει να συνηθίζω στον πόνο, να αντέχω περισσότερο. Εβγαλα ολόκληρη την προετοιμασία κι άρχισα να παίζω κανονικά μετά. Με μπλόκαρε η μέση μου 1-2 φορές αλλά είχαμε στο ιατρικό τιμ χειροπρακτικούς και δεν έχασα ματς στο τέλος».

ΑΕΚ Cult Stories #6: Ο εφιάλτης Νατσούρα και οι στιγμές που θα αλλάζαμε – Το νέο Podcast του enwsi.gr (AUDIO)http://ΑΕΚ Cult Stories #6: Ο εφιάλτης Νατσούρα και οι στιγμές που θα αλλάζαμε – Το νέο Podcast του enwsi.gr (AUDIO)
Οι ειδήσεις του στο Google News Δείτε Live όλες τις ειδήσεις του
ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΝΕΑ
ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΓΡΑΦΗ ΜΑΣ
ΟΛΑ ΤΑ BLOGS
X